- συναναφέρω
- σύν-ἀναφέρωbringpres subj act 1st sgσύν-ἀναφέρωbringpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναναφέρω — ΜΑ 1. μεταφέρω κάτι μαζί μου 2. ανεβάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. (μέσ. παθ.) συναναφέρομαι α) ανυψώνομαι, φθάνω στο ύψος, στο επίπεδο κάποιου άλλου β) προσφέρομαι μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. παρέχω κάτι συγχρόνως 2. εκθέτω, αναγγέλλω κάτι 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
συναναφορά — ἡ, ΜΑ [συναναφέρω] 1. ταυτόχρονη αναφορά, το να αναφέρει κανείς κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (για αστέρα) συνανατολή* … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek